-
1 ματ
I ακλ. 1. επίθ. матовый;χαρτί ματ — матовая бумага;
τό χρώμα ματ τού προσώπου — матовая кожа лица;
τό γυαλί ματ
матовое стекло;2. (τό) мат, матовость;βάφω ματ — нанести мат (на стекло), сделать матовым (стекло)
ματ2II τό άκλ. шахм, мат;κάνω ματ2 — объявлять мат
-
2 αὐτο-ματ-ουργός
αὐτο-ματ-ουργός, ὁ, Automatenverfertiger, Sp.
-
3 мат
[μάτ] ουσ. α. ματ (σκάκι) -
4 мат
[μάτ] ουσ. α. ματ (σκάκι) -
5 мат
[μάτ] ουσ α ματ (σκάκι) -
6 мат
[μάτ] ουσ α ματ (σκάκι) -
7 εξαγγλίζω
ματ. англизировать -
8 χουχουλιάζω
-
9 мат
[μάτ] ουσ. α. (σπορ) στρώμα -
10 мат
[μάτ] ουσ. α. βρισιά -
11 мат
[μάτ] ουσ. α. (σπορ) στρώμα -
12 мат
[μάτ] ουσ. α. βρισιά -
13 мать
[μάτ'] ουσ. θ. μητέρα -
14 мать-и-мачеха
[μάτ'- ι- μάτσεχα] ουσ. Θ. βήχιο (ρώσικο φυτό) -
15 мат
[μάτ] ουσ α (σπορ) στρώμα -
16 мат
[μάτ] ουσ α βρισιά -
17 мат
[μάτ] ουσ α (σπορ) στρώμα -
18 мат
[μάτ] ουσ α βρισιά -
19 мать
[μάτ'] ουσ θ μητέρα -
20 мать-и-мачеха
[μάτ'- ι- μάτσεχα] ουσ θ βήχιο (ρώσικο φυτό)
См. также в других словарях:
ματ — (I) (άκλιτο) ο άστιλπνος, ο θαμπός, αυτός που δεν γυαλίζει («ματ χαρτί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mat < λατ. mattus]. (II) το όρος τού σκακιού που δηλώνει την ήττα τού αντιπάλου («ματ σε δύο κινήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. māta «είναι πεθαμένος»] … Dictionary of Greek
ΜΑΤ — Mat Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. {{{image}}} Sigles d une seule lettre Sigles de deux lettres > Sigles de trois lettres … Wikipédia en Français
ματ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. όχι γυαλιστερός: Φωτογραφία ματ. 2. σκακιστικός όρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ντίλον, Ματ — (Matt Dillon, Νέα Υόρκη 1964 –). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Ο Ν. διακρίθηκε κυρίως σε ρόλους ατίθασων, επαναστατημένων εφήβων, πείθοντας εύκολα αφού και ο ίδιος έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην μεγάλη οθόνη σε ηλικία μόλις 15 ετών.… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… … Dictionary of Greek
Michalis Fakinos — Born 1940 Athens, Greece Occupation writer, journalist Nationality Greek … Wikipedia
Matthew Nielsen — Matt Nielsen Nielsen with Valencia BC Position Power forward Height 208 cm (6 ft 10 in) Weight 106 kg (230 lb) … Wikipedia
Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache … Deutsch Wikipedia
MAT — Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. {{{image}}} Sigles d une seule lettre Sigles de deux lettres > Sigles de trois lettres … Wikipédia en Français
Mat — Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom. Sigles d’une seule lettre Sigles de deux lettres > Sigles de trois lettres Sigles de quatre lettres … Wikipédia en Français